- σαλπιστικός
- σαλπ-ιστικός, ή, όν,A of or for a trumpet,
κρούματα Poll.4.84
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρούματα Poll.4.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλπιστικός — ή, όν, Α [σαλπίζω] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε σάλπιγγα ή αυτός που προέρχεται από σάλπιγγα («σαλπιστικὰ κρούσματα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
σαλπιστικά — σαλπιστικός of neut nom/voc/acc pl σαλπιστικά̱ , σαλπιστικός of fem nom/voc/acc dual σαλπιστικά̱ , σαλπιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιστική — σαλπιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)